- φιλόμυρος
- -ον, Α1. αυτός που τού αρέσουν οι αρωματικές αλοιφές2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμυροναγάπη για τις αρωματικές αλοιφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -μυρος (< μῦρον), πρβλ. ξηρό-μυρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.